Νιόνιος
Πάψε κ΄ εμαλινάρισα
ο διάολος μεσαθέσου
τ΄ αυτία μου τα πέταξες
μ΄ εφτούνες τσι φωνές σου.
Άντζουλος
Που το ΄ξερα ωρε Νιόνιο μου
ότι εσύ κοιμάσαι;
τη συφορά που μ΄ έβρηκε
καθόλου δε λυπάσαι;
Εγώ σκαλίζω τση βραγιές
κι εσύ μες το σεντόνι,
και ο σέσενας μου τρούπωσε
μέσα στο παντελόνι.
Με 'φαε, με περόνιασε
κοντά στα αχαμνά μου,
ο πόνος είναι αβάσταχτος
καίνε στα σωθικά μου.
Σήκω, πιλάλα ογλήγορα,
τρέχα στο σπετσερίο,
και βλισιγάντι ζήτα του,
κι οπίσω στο χωρίο.
Νιόνιος
Σώπα μωρέ και τι έπαθες
πως διάολο φουγιάζεις;
που είναι ρεμέντιο εφτό εφτού
έμενανε να βιάζεις;
Σιγά μη πάω και στο γιατρό
για τσίμπημα από σκούρκο
Α! και σταμάτα τσι φωνές
μη κάνεις σα το Τούρκο!
Εγώ νογάω να σου πω
μεγάλο γιατροσόφι,
ελα, κι αφού με ξύπνησες
φτιάξε μου κι ένα coffee,
να μου το κάμεις μέτριο
και όχι πιτιμέζι
και πήγαινε στο τράγο μας
που απ΄ αμπονώρα χέζει,
και πάρε φρέσκο το σκατό
να φτιάξεις φτιάξε βλισιγάντι
και βάρτο εκεί που σ΄ έφαγε,
θα σου περάσει γάντι.
Άντζουλος
Όρσε! να, πάρε το καφέ
πάρτα μη στα χρωστάω,
σκατά βάλε στα μούτρα σου,
εγώ στη χώρα πάω!
Ώρε και άλλαξε πλευρό
μη σηκωθείς πιασμένος,
γιατί όλη νύχτα στο φου μπου
σε έχει ο χεσμένος!