Ομιλίες


Δεν μπορούμε να μιλάμε για θέατρο στη Ζάκυνθο, χωρίς να αναφερθούμε στις «ομιλίες».
« Οι 'ομιλίες' είναι ιδιότυπο λαϊκό θέατρο που αναπτύχθηκε το 17ο και 18ο αιώνα με την επίδραση του Κρητικού Θεάτρου και της Comedia dell' arte.
Τελικά δημιουργήθηκαν 'ομιλίες' ζακυνθινές. Η ζακυνθινή δημιουργία απαλλάχτηκε τελείως από την κρητική επίδραση. Η παράδοση καλύπτει όλο το 19ο αιώνα.
Οι Ζακυνθινοί όμιλοι συνεχίζουν να παίζουν διασκευασμένα τα κρητικά έργα, τα έργα του παλιότερου και του σημερινού ζακυνθινού λαϊκού θεάτρου. Στις 'ομιλίες' παίζουν αποκλειστικά άντρες ηθοποιοί, που υποδύονται και τους γυναικείους ρόλους, φορώντας μάσκες. Το κείμενο είναι δεκαπεντασύλλαβος στίχος που απαγγέλλεται με μακρόσυρτη προφορά .»
Λαϊκοί όμιλοι από την πόλη, και κυρίως από τα χωριά, συνεχίζουν αυθεντική την παράδοση των 'ομιλιών' και στον 21ο αιώνα, γράφοντας και παριστάνοντας 'ομιλίες' με θέματα ζωντανά, καυτηριάζοντας και σατιρίζοντας την καθημερινή πραγματικότητα της Ζακύνθου.

Κυριακή 26 Φεβρουαρίου 2017

Ο επικήδειος για τη κηδεία τση μάσκας Πόβερο Καρναβάλι. Ζακυνθος 26-2-2017

Μαρία μου τα σέβη μου
και πάλι αν με αφήσεις;
δυο λογάκια για να πω
πριν τον στερνοφιλήσεις

Νιόνιο ήσουν δουλευταράς
πάντα σου προκομμένος 
ολημερνίς  εδούλευες
ποτέ αποκαμωμένος.

Είχες μια σίγουρη δουλειά
μάζωνες τα σκουπίδια
και στη Μαρία σου έπαιρνες
μέχρι και δαχτυλίδια.

Στο τέλος ουλα χάθηκαν,
εκλείσανε τσι πόρτες
εκεί απάνου στο Σκοπό
στο δρόμο με τσι βόρτες.

Αρχίνησαν  προβλήματα
έχασες τη δουλεία σου,
τρεις μήνες ήσουν άνεργος,
δραμή στη φαμελιά σου.

Ουλοι σας, επεινάγατε
η χήρα, είχε ρέψει,
στον Άγιο κατου ζήταγες
ψωμί για να τσου θρέψης.

Μα οι μέρες επερνάγανε
ήρθε το καρναβάλι
και εσύ τριγύρω εγύριζες
ησουν σε μαύρο χάλι.

μα να, σου άνοιξε η δουλεία,
για τα σκουπίδια ανοίξαν
τσι πόρτες στο Βροντόνερο
χάμου ουλες τσι ΄ριξαν,

και πήρες φόρα Νιονιο μου
να πας για να δουλέψεις,
να βγάλεις  μεροκάματο
κι όχι για να τσου κλέψεις.

Σε στείλανε στα δύσκολα
βαρία η μυρωδία,
δε σ΄ ένοιαζε όμως Νιονιο μου
ήσουνα σ΄ ευφορία.

Δόξα τον Άγιο φώναζες,
δόξα τη Παναγία,
θα πάω λεφτά στο σπίτι μου
ψωμί για τα παιδία.

Αποβραδίς αρπάχτηκες
πίσω απ΄ τη σκουπιδιάρα,
για να μαζέψεις τριών μηνών
τη σάρα και τη μάρα,

μα το θερίο ανήμερο
τόνοι κάθε μερία,
και τα σκουπίδια μάζωνες
χωρίς βαρυγκομία,

τα άρπαζες με τα χέρια σου
τρέχανε τα ζουμία,
και κει απάνου έπαθες
μια μικρή ζημία.

Έκοψες λέει το δάχτυλο
στο χέρι το δεξί σου,
για ράμματα σε στείλανε
να πας οι κολλητοί σου

φοβηθήκαν για τέτανο
ακόμα και χολέρα.
Μωρέ ας το κατούραγες
και θα ΄ φεύγε η λέρα.

Όχι που πήγες και ΄μπλεξες
μες στο νοσοκομείο,
κι αντί για να σε γιάνουνε
σε κάμανε μουσείο.

Ακόμα λέει ψάχνουνε
να βρούνε την αίτια,
κανείς δε λέει πως κάμανε
ουλοι τσου μαλακία.

Τι διάολο σου δώσανε;
τι φάρμακα είναι εφτα;
απ΄ την Ινδία τα φέρανε
πως είναι ποιο καλά.

Σε στείλανε στο διάολο
κι ακόμα πάρα πέρα.
π΄ ανάθεμα τσου ολου τσου
ανάθεμα τη μέρα.

Έτσι λοιπόν μας άφησες
π΄ ανάθεμα σε Νιονιο…
Μώρη Μαρία τι σε ΄βρηκε;
τι είναι τούτο το ψώνιο;

Που σ΄ άφησε Μαρία μου
με δυο μικρά παιδία,
που θα ΄βρεις τώρα άλλονε
άντρα με τέτοια αξία;

Που σε ΄χε μες στα πούπουλα,
που σε ΄χε στα όπα-όπα,
που στο κρεβάτι σου ΄κανε
τα πονηρά τα κόλπα.

Σε βούταγε και ένοιωθες
πως είσαι σε παλάτια
και μια φορά σου γύρισε
ανάποδα τα μάτια.

Σήκω Μαρία κλάφτωνε
για τη στερνή την ώρα,
γιατί απ΄ τη μπόχα που ΄βγαλε
εγιόμησε ουλη Χώρα.

Άιντε λοιπόν βουτάτε τον
βάρτε του φουγγαρία,
τσι στάχτες του πετάχτετες
στου Λίβα τα χωρία.-

Γ.Ι.Δ.Α.

Δεν υπάρχουν σχόλια: